γυναικείος

γυναικείος
εία, είο[ν]
1) женский; присущий женщине; дамский;

γυναικείοςείο φύλο — женский пол;

γυναικείοςεια παπούτσια — женская обувь;

ράφτης γυναικείοςείων — дамский портной;

με γυναικείοςεία χάρη — женственно; — с женской грацией;

2) презр. бЗбий;

§ γυναικείοςεία μυαλά — легкомыслие;

γυναικείοςείες κουβέντες — болтовня, вздор;

γυναικείοςεία λάθη — венерические болезни


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γυναικείος" в других словарях:

  • γυναικείος — γυναικείος, α, ο και γυναίκειος, εια, ειο αυτός που ανήκει ή έχει σχέση ή ταιριάζει σε γυναίκα: Άνοιξα ένα μαγαζί με γυναικεία είδη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυναικεῖος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικείος — και γυναικείος, α, ο (AM γυναικείος, α, ον Α και γυναικήιος, η, ον Μ και γυναικείος, α, ον) Ι. 1. αυτός που ανήκει σε γυναίκα ή προορίζεται γι αυτήν 2. αυτός που ταιριάζει σε γυναίκα αρχ. θηλυπρεπής II. (το θηλ. εν. ως ουσ.) ἡ γυναικηΐη αρχ. ο… …   Dictionary of Greek

  • γυναίκειος — α, ο βλ. γυναικείος …   Dictionary of Greek

  • γυναικεῖον — γυναικεῖος of masc acc sg γυναικεῖος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικίσιος, -ια, -ιο — γυναικείος: Γυναικίσια συμπεριφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυναικεῖα — γυναικεῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικεῖαι — γυναικεῖος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικεῖοι — γυναικεῖος of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικεῖ' — γυναικεῖα , γυναικεῖος of neut nom/voc/acc pl γυναικεῖε , γυναικεῖος of masc voc sg γυναικεῖαι , γυναικεῖος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»